- περίδρυμος
- ο1) болтун;
βγάλε τον περίδρυμο ( — за)молчи!;
2) сорванец;3) нарыв; 4) колики, резь;§ νά σε κόψει ο περίδρυμος — чтоб тебя скрючило!;
τρώνω ( — или κατεβάζω) ένα περίδρυμο — объедаться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.